ἐρρεντι

ἐρρεντι
ἐρρεντι
Grammatical information: adv.
Meaning: unknown (Alc. Fr. 407 L.P.);
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Cf. Hdn. Gr. 1, 505, 7 ἀπὸ τοῦ ἔρρω η ἐρρῶ περισπωμένου ἡ μετοχη ἐρρείς, ἐρρέντος ὡς παρὰ τὸ ἐθέλοντος ἐθελοντί. Cf. ἐρόντι μάλα, λίαν, πάνυ H. - Brugmann IF 17, 11, Schwyzer 623.
Page in Frisk: 1,566

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ερρεντί — ἐρρεντὶ (Α) επίρρ. ολοσχερώς (πιθ. ερμην.) («ἀπό τοῡ ἔρρω ή ἐρρῶ... ὡς παρὰ τὸ ἐθέλοντος ἐθελοντί, οὕτω καὶ παρὰ τὸ ἐρρέντος ἐρρεντί», Ε.Μ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρρω «πηγαίνω στον χαμό μου» κατά τα εθελοντί, εκοντί] …   Dictionary of Greek

  • ἐρρεντί — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”